- αντιπαράταξη
- ηη παράταξη εναντίον εχθρικής παράταξης: Οι αντάρτες είχαν πια αρχίσει να δίνουν με τους κατακτητές και μάχες κατά αντιπαράταξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιπαράταξη — η (AM ἀντιπαράταξις) εχθρική στάση, αντιμετώπιση και αντίκρουση αρχ. μσν. σταθερή, ανένδοτη αντίσταση … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αντίταξις — ἀντίταξις, η (Α) 1. αντιπαράταξη 2. αντίθεση, αντίδραση … Dictionary of Greek
αντεξαγωγή — η (Α ἀντεξαγωγή) νεοελλ. εξαγωγή προϊόντων για να επιτευχθεί ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. αντίθεση, αντιπαράταξη … Dictionary of Greek